ῥαίνει

ῥαίνει
ῥαίνω
sprinkle
pres ind mp 2nd sg
ῥαίνω
sprinkle
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιρραντήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που ραίνει γύρω γύρω, που εκτελεί ραντισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιρραίνω + επίθημα τήρ (πρβλ. θερμαν τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ραίνω — ῥαίνω ΝΜΑ περιβρέχω κάτι με ρανίδες υγρού, ιδίως νερού, ραντίζω (α. «θάλασσα τους θαλασσινούς μην τούς πολυμαραίνεις / ροδόσταμο να γίνεσαι την πόρκα τους να ραίνεις», δημ. τραγούδι β. «ἔρραναν τὸν τάφον αἱ Μυροφόροι μύρα», Ακολουθ. Μεγ.… …   Dictionary of Greek

  • ραντήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. (για τη γωνία τού ματιού προς το μέρος τής μύτης) αυτός που ραίνει, που ρίχνει δάκρυα 2. αυτός που ραντίζει για εξαγνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαν τού ῥαίνω* + επίθημα τήρ (πρβλ. θερμαν τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”